- μπαγκάζι
- και μπαγάζι, τοσυν. στον πληθ. τα μπαγκάζιαοι αποσκευές.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bagagia (πρβλ. γαλλ. bagages < αγγλ. bag πιθ., αρχ. νορβ. baggi)]·
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπαγάζι — το βλ. μπαγκάζι … Dictionary of Greek